↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οροθέσιο τα οροθέσια
      γενική του οροθέσιου
οροθεσίου
των οροθέσιων
οροθεσίων
    αιτιατική το οροθέσιο τα οροθέσια
     κλητική οροθέσιο οροθέσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οροθέσιο < ελληνιστική κοινή ὁροθέσιον[1] < αρχαία ελληνική ὅρος + τίθημι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οροθέσιο ουδέτερο

  • οροθέσιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • οροθέσιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  • οροθέσιον Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ὁροθέσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.