Ρωσικά (ru) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

условие (ru) ουδέτερο

  • o όρος (μιας συμφωνίας)
  • ο όρος (η προϋπόθεση για κάτι)