Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπαρετζού οι καμπαρετζούδες
      γενική της καμπαρετζούς των καμπαρετζούδων
    αιτιατική την καμπαρετζού τις καμπαρετζούδες
     κλητική καμπαρετζού καμπαρετζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμπαρετζού < καμπαρέ + -τζού, θηλυκό του -τζής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ba.ɾeˈd͡zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μπα‐ρε‐τζού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμπαρετζού θηλυκό

  • γυναίκα που δουλεύει σε καμπαρέ κρατώντας συντροφιά σε άντρες και πίνοντας μαζί τους

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία