Ετυμολογία

επεξεργασία
κονσοματρίς < γαλλική consommatrice, θηλυκό του consommateur < consommer +‎ -ateur < λατινικά consummo < con + summo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονσοματρίς θηλυκό άκλιτο (αρσενικό: κονσοματέρ)

  • (επάγγελμα) γυναίκα που επί πληρωμή κρατά συντροφιά σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης
    Για το επόμενο τετράμηνο, έξι βράδια τη βδομάδα εκτός Κυριακής, χρησιμοποιούσε το σώμα της ως εργαλείο και με τις δύο ιδιότητές της: τόσο ως κοινωνική ανθρωπολόγος που εξερευνά την πολιτισμική πρακτική της κονσομασιόν, όσο και σαν κονσοματρίς, η αξία της οποίας μετριέται από την ποσότητα των κερασμένων ποτών που αποσπά ως θηλυκό από τους άντρες-πελάτες. (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 14/2/2010)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία