ενικός         πληθυντικός  
entraîneuse entraîneuses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

entraîneuse (fr) θηλυκό

  1. η κονσοματρίς, η καμπαρετζού
  2. η εκπαιδεύτρια (Καναδάς)
  3. η προξενήτρα