entraîneuse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
entraîneuse | entraîneuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαentraîneuse (fr) θηλυκό
- η κονσοματρίς, η καμπαρετζού
- η εκπαιδεύτρια (Καναδάς)
- η προξενήτρα
ενικός | πληθυντικός |
entraîneuse | entraîneuses |
entraîneuse (fr) θηλυκό