Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονσοματέρ < γαλλική consommateur < consommer +‎ -ateur < λατινικά consummo < con + summo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κονσοματέρ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: κονσοματρίς)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία