Ετυμολογία

επεξεργασία
κονσοματέρ < γαλλική consommateur < consommer +‎ -ateur < λατινικά consummo < con + summo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονσοματέρ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: κονσοματρίς)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία