βυζαρού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβυζαρού θηλυκό
- (προσβλητικό) γυναίκα με μεγάλα βυζιά
- ※ Νικόλα, πιάσε τα κιάλια πάνω απ'το γραφείο μου, να χαζέψουμε και καμιά βυζαρού, τέτοια ώρα λιάζονται πάνω στο ντεκ (Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, εκδ. Πατάκη, 2016)
- ※ Τη Γκλόρια ίσως να τη συμπαθούσε, γιατί ήταν νέα, βυζαρού, και τον άφηνε να τη βλέπει με την κιλότα στα καμαρίνια (Γιάννης Ξανθούλης, Ύστερα, ήρθαν οι μέλισσες μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, 1998, σελ. 126)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βυζαρού