Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βυζαρού
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βυζαρ
ού
οι
βυζαρ
ούδες
γενική
της
βυζαρ
ούς
των
βυζαρ
ούδων
αιτιατική
τη
βυζαρ
ού
τις
βυζαρ
ούδες
κλητική
βυζαρ
ού
βυζαρ
ούδες
Κατηγορία
όπως «
αλεπού
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βυζαρού
<
βυζ(ί)
+
-αρού
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βυζαρού
θηλυκό
(προσβλητικό)
γυναίκα
με μεγάλα
βυζιά
η γυναίκα του Τάκη είναι μια
βυζαρού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βυζαρού
αγγλικά
:
busty
(en)
girl
/
woman
γαλλικά
:
fille
/
femme
aux gros
nénés
(fr)
/
roberts
(fr)
,
mamelue
(fr)
γερμανικά
:
vollbusige
(de)
Mädchen
/
Frau
ισπανικά
:
chica
/
mujer
tetuda
(es)
ιταλικά
:
tettona
(it)
,
popputa
(it)
πορτογαλικά
:
garota
/
mulher
tetuda
(pt)
ρωσικά
:
грудастая
(ru)
куриных
/
женщина