μπρατσαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπρατσαράς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπρατσαράς αρσενικό (θηλυκό μπρατσαρού)
- που έχει χοντρά, δυνατά μπράτσα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπρατσαράς
|