Δείτε επίσης: χιλιάδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιλιάρα οι χιλιάρες
      γενική της χιλιάρας
    αιτιατική τη χιλιάρα τις χιλιάρες
     κλητική χιλιάρα χιλιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιλιάρα < χίλ(ια) + -άρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çiˈʎa.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χι‐λιά‐ρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιλιάρα θηλυκό

  1. μοτοσικλέτα χιλίων κυβικών
    ⮡  έχω μια μηχανή χιλιάρα
  2. (παρωχημένο) μπουκάλι χωρητικότητας χιλίων δραμιών

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία