δράμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δράμι | τα | δράμια |
γενική | του | δραμιού | των | δραμιών |
αιτιατική | το | δράμι | τα | δράμια |
κλητική | δράμι | δράμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δράμι < μεσαιωνική ελληνική δράμιον < τουρκική dirhem < οθωμανική τουρκική درهم < περσική درهم (dirham) < αρχαία ελληνική δραχμή (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδράμι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία δράμι
|