πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οκά οι οκάδες
      γενική της οκάς των οκάδων
    αιτιατική την οκά τις οκάδες
     κλητική οκά οκάδες
Κατηγορία όπως «μαμά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οκά θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • της οκάς: που δεν έχει καλή ποιότητα
  • με τις οκάδες: σε μεγάλες ποσότητες
  • θα σε κάνω οκτακόσιες οκάδες: θα σε δείρω πολύ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1 2 οκά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. οὐγκία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  3. οὐγγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.