Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οκά οι οκάδες
      γενική της οκάς των οκάδων
    αιτιατική την οκά τις οκάδες
     κλητική οκά οκάδες
Κατηγορία όπως «μαμά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οκά < (άμεσο δάνειο) τουρκική okka[1] < οθωμανική τουρκική اوقه (okka) < αραβική أوقية (ʾawqiyya) < وِقِيَّة ‎(wiqiyya) < αρχαία ελληνική οὐγκία[2] / οὐγγία[1] [3] (αντιδάνειο) < λατινική uncia

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οκά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • της οκάς: που δεν έχει καλή ποιότητα
  • με τις οκάδες: σε μεγάλες ποσότητες
  • θα σε κάνω οκτακόσιες οκάδες: θα σε δείρω πολύ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 οκά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. οὐγκία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  3. οὐγγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.