λακτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λακτίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λακτίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laˈkti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐κτί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαλακτίζω, αόρ.: λάκτισα, παθ.φωνή: λακτίζομαι, π.αόρ.: λακτίσθηκα/λακτίστηκα, μτχ.π.π.: λακτισμένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λακτίζω | λάκτιζα | θα λακτίζω | να λακτίζω | λακτίζοντας | |
β' ενικ. | λακτίζεις | λάκτιζες | θα λακτίζεις | να λακτίζεις | λάκτιζε | |
γ' ενικ. | λακτίζει | λάκτιζε | θα λακτίζει | να λακτίζει | ||
α' πληθ. | λακτίζουμε | λακτίζαμε | θα λακτίζουμε | να λακτίζουμε | ||
β' πληθ. | λακτίζετε | λακτίζατε | θα λακτίζετε | να λακτίζετε | λακτίζετε | |
γ' πληθ. | λακτίζουν(ε) | λάκτιζαν λακτίζαν(ε) |
θα λακτίζουν(ε) | να λακτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λάκτισα | θα λακτίσω | να λακτίσω | λακτίσει | ||
β' ενικ. | λάκτισες | θα λακτίσεις | να λακτίσεις | λάκτισε | ||
γ' ενικ. | λάκτισε | θα λακτίσει | να λακτίσει | |||
α' πληθ. | λακτίσαμε | θα λακτίσουμε | να λακτίσουμε | |||
β' πληθ. | λακτίσατε | θα λακτίσετε | να λακτίσετε | λακτίστε | ||
γ' πληθ. | λάκτισαν λακτίσαν(ε) |
θα λακτίσουν(ε) | να λακτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λακτίσει | είχα λακτίσει | θα έχω λακτίσει | να έχω λακτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λακτίσει | είχες λακτίσει | θα έχεις λακτίσει | να έχεις λακτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει λακτίσει | είχε λακτίσει | θα έχει λακτίσει | να έχει λακτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λακτίσει | είχαμε λακτίσει | θα έχουμε λακτίσει | να έχουμε λακτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λακτίσει | είχατε λακτίσει | θα έχετε λακτίσει | να έχετε λακτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λακτίσει | είχαν λακτίσει | θα έχουν λακτίσει | να έχουν λακτίσει |
|
- παθητικοί τύποι: εξαρτημένος τύπος: λακτισθώ, λακτιστώ, αόριστος: λακτίσθηκα,[3] λακτίστηκα
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λακτίζομαι | λακτιζόμουν(α) | θα λακτίζομαι | να λακτίζομαι | ||
β' ενικ. | λακτίζεσαι | λακτιζόσουν(α) | θα λακτίζεσαι | να λακτίζεσαι | ||
γ' ενικ. | λακτίζεται | λακτιζόταν(ε) | θα λακτίζεται | να λακτίζεται | ||
α' πληθ. | λακτιζόμαστε | λακτιζόμαστε λακτιζόμασταν |
θα λακτιζόμαστε | να λακτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | λακτίζεστε | λακτιζόσαστε λακτιζόσασταν |
θα λακτίζεστε | να λακτίζεστε | (λακτίζεστε) | |
γ' πληθ. | λακτίζονται | λακτίζονταν λακτιζόντουσαν |
θα λακτίζονται | να λακτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λακτίστηκα | θα λακτιστώ | να λακτιστώ | λακτιστεί | ||
β' ενικ. | λακτίστηκες | θα λακτιστείς | να λακτιστείς | λακτίσου | ||
γ' ενικ. | λακτίστηκε | θα λακτιστεί | να λακτιστεί | |||
α' πληθ. | λακτιστήκαμε | θα λακτιστούμε | να λακτιστούμε | |||
β' πληθ. | λακτιστήκατε | θα λακτιστείτε | να λακτιστείτε | λακτιστείτε | ||
γ' πληθ. | λακτίστηκαν λακτιστήκαν(ε) |
θα λακτιστούν(ε) | να λακτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λακτιστεί | είχα λακτιστεί | θα έχω λακτιστεί | να έχω λακτιστεί | λακτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις λακτιστεί | είχες λακτιστεί | θα έχεις λακτιστεί | να έχεις λακτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει λακτιστεί | είχε λακτιστεί | θα έχει λακτιστεί | να έχει λακτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λακτιστεί | είχαμε λακτιστεί | θα έχουμε λακτιστεί | να έχουμε λακτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε λακτιστεί | είχατε λακτιστεί | θα έχετε λακτιστεί | να έχετε λακτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λακτιστεί | είχαν λακτιστεί | θα έχουν λακτιστεί | να έχουν λακτιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι λακτισμένος - είμαστε, είστε, είναι λακτισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν λακτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν λακτισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι λακτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι λακτισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι λακτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι λακτισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λακτίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λακτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.