Ετυμολογία

επεξεργασία
λακτίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λακτίζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /laˈkti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐κτί‐ζω

λακτίζω, αόρ.: λάκτισα, παθ.φωνή: λακτίζομαι, π.αόρ.: λακτίσθηκα/λακτίστηκα, μτχ.π.π.: λακτισμένος

  1. (λόγιο) χτυπώ με το πόδι μου, κλοτσάω/κλοτσώ
  2. (μεταφορικά) περιφρονώ[2]

Συγγενικά

επεξεργασία
  • παθητικοί τύποι: εξαρτημένος τύπος: λακτισθώ, λακτιστώ, αόριστος: λακτίσθηκα,[3] λακτίστηκα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λακτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.