Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λακτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λακτισμέν
ος
η
λακτισμέν
η
το
λακτισμέν
ο
γενική
του
λακτισμέν
ου
της
λακτισμέν
ης
του
λακτισμέν
ου
αιτιατική
τον
λακτισμέν
ο
τη
λακτισμέν
η
το
λακτισμέν
ο
κλητική
λακτισμέν
ε
λακτισμέν
η
λακτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λακτισμέν
οι
οι
λακτισμέν
ες
τα
λακτισμέν
α
γενική
των
λακτισμέν
ων
των
λακτισμέν
ων
των
λακτισμέν
ων
αιτιατική
τους
λακτισμέν
ους
τις
λακτισμέν
ες
τα
λακτισμέν
α
κλητική
λακτισμέν
οι
λακτισμέν
ες
λακτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λακτισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λακτίζω
Μετοχή
επεξεργασία
λακτισμένος, -η, -ο
που έχει δεχτεί
λάκτισμα
,
κλοτσιά
΄
Συνώνυμα
επεξεργασία
κλοτσιμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λακτισμένος