Ετυμολογία

επεξεργασία
anxiété < λατινική anxietas

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.ksje.te/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
anxiété anxiétés

anxiété (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία