anxiolytique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɑ̃.ksjɔ.li.tik/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
anxiolytique | anxiolytiques |
anxiolytique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
anxiolytique | anxiolytiques |
anxiolytique (fr) αρσενικό
- το αγχολυτικό