anxiogène
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɑ̃.ksjɔ.ʒɛn/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
anxiogène | anxiogènes |
anxiogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
anxiogène | anxiogènes |
anxiogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό