λαχταριστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λαχταριστός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
λαχταριστός, -ή, -ό
- που τον λαχταράμε, τον επιθυμούμε πολύ
- το φαγητό ήταν ζεστό ζεστό και λαχταριστό