Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαχταριστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λαχταριστ
ός
η
λαχταριστ
ή
το
λαχταριστ
ό
γενική
του
λαχταριστ
ού
της
λαχταριστ
ής
του
λαχταριστ
ού
αιτιατική
τον
λαχταριστ
ό
τη
λαχταριστ
ή
το
λαχταριστ
ό
κλητική
λαχταριστ
έ
λαχταριστ
ή
λαχταριστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λαχταριστ
οί
οι
λαχταριστ
ές
τα
λαχταριστ
ά
γενική
των
λαχταριστ
ών
των
λαχταριστ
ών
των
λαχταριστ
ών
αιτιατική
τους
λαχταριστ
ούς
τις
λαχταριστ
ές
τα
λαχταριστ
ά
κλητική
λαχταριστ
οί
λαχταριστ
ές
λαχταριστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαχταριστός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
λαχταριστός, -ή, -ό
που τον
λαχταράμε
, τον
επιθυμούμε
πολύ
το φαγητό ήταν ζεστό ζεστό και
λαχταριστό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαχταριστός
γαλλικά
:
désirable
(fr)