φιλότεχνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φιλότεχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλότεχνος < φιλό- + -τεχνος
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
φιλότεχνος, -ος, -ον
- που αγαπάει την τέχνη
- καλλιτέχνης
Παράγωγα
επεξεργασία- φιλότεχνον (ουδέτερο)
- φιλοτέχνως (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- φιλότεχνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλότεχνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.