φιλότεχνων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφιλότεχνων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φιλότεχνος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φιλότεχνος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φιλότεχνος
φιλότεχνων