Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιλοτέχνημα τα φιλοτεχνήματα
      γενική του φιλοτεχνήματος των φιλοτεχνημάτων
    αιτιατική το φιλοτέχνημα τα φιλοτεχνήματα
     κλητική φιλοτέχνημα φιλοτεχνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοτέχνημα < (ελληνιστική κοινήφιλοτέχνημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλοτέχνημα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα μιας εργασίας η οποία έγινε με αγάπη προς την τέχνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία