φιλοτέχνημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλοτέχνημα < (ελληνιστική κοινή) φιλοτέχνημα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλοτέχνημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα μιας εργασίας η οποία έγινε με αγάπη προς την τέχνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλοτέχνημα
|