Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοτεχνέω παρασύνθετο του φιλότεχνος

  Ρήμα επεξεργασία

φιλοτεχνέω - φιλοτεχνῶ (συνηρημένο)

  1. αγαπώ έντονα τις τέχνες,
  2. ασκώ τέχνη
    χρειάζεται παράθεμα Διόδωρος Σικελιώτης, (3, 37)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φιλότεχνος

  Πηγές επεξεργασία