φιλοτεχνέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοτεχνέω παρασύνθετο του φιλότεχνος
Ρήμα
επεξεργασίαφιλοτεχνέω - φιλοτεχνῶ (συνηρημένο)
- αγαπώ έντονα τις τέχνες,
- ασκώ τέχνη
- → χρειάζεται παράθεμα Διόδωρος Σικελιώτης, (3, 37)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φιλότεχνος
Πηγές
επεξεργασία- φιλοτεχνέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλοτεχνέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.