εὑρεσίτεχνος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εὑρεσίτεχνος < αρχαία ελληνική εὑρίσκω + τέχνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
εὑρεσίτεχνος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) εφευρέτης / ευρετής των τεχνών
Πηγές επεξεργασία
- εὑρεσίτεχνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.