→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὑρεσίτεχνος τὸ εὑρεσίτεχνον
      γενική τοῦ/τῆς εὑρεσιτέχνου τοῦ εὑρεσιτέχνου
      δοτική τῷ/τῇ εὑρεσιτέχν τῷ εὑρεσιτέχν
    αιτιατική τὸν/τὴν εὑρεσίτεχνον τὸ εὑρεσίτεχνον
     κλητική ! εὑρεσίτεχνε εὑρεσίτεχνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὑρεσίτεχνοι τὰ εὑρεσίτεχν
      γενική τῶν εὑρεσιτέχνων τῶν εὑρεσιτέχνων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὑρεσιτέχνοις τοῖς εὑρεσιτέχνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὑρεσιτέχνους τὰ εὑρεσίτεχν
     κλητική ! εὑρεσίτεχνοι εὑρεσίτεχν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὑρεσιτέχνω τὼ εὑρεσιτέχνω
      γεν-δοτ τοῖν εὑρεσιτέχνοιν τοῖν εὑρεσιτέχνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὑρεσίτεχνος < αρχαία ελληνική εὑρίσκω + τέχνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

εὑρεσίτεχνος, -ος, -ον