Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομοθυμία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ομοθυμί
α
οι
ομοθυμί
ες
γενική
της
ομοθυμί
ας
των
ομοθυμι
ών
αιτιατική
την
ομοθυμί
α
τις
ομοθυμί
ες
κλητική
ομοθυμί
α
ομοθυμί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομοθυμία
<
ομο-
+
αρχαία ελληνική
θυμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ομοθυμία
θηλυκό
η κατάσταση κατά την οποία όλοι έχουν τις ίδιες
επιθυμίες
,
διαθέσεις
Συνώνυμα
επεξεργασία
ομοψυχία
ομοφωνία
Συγγενικά
επεξεργασία
ομόθυμος
ομοθυμαδόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομοθυμία
γαλλικά
:
unanimité
(fr)
γερμανικά
:
Einmütigkeit
(de)