ομόθυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ομόθυμος | η | ομόθυμη | το | ομόθυμο |
γενική | του | ομόθυμου | της | ομόθυμης | του | ομόθυμου |
αιτιατική | τον | ομόθυμο | την | ομόθυμη | το | ομόθυμο |
κλητική | ομόθυμε | ομόθυμη | ομόθυμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ομόθυμοι | οι | ομόθυμες | τα | ομόθυμα |
γενική | των | ομόθυμων | των | ομόθυμων | των | ομόθυμων |
αιτιατική | τους | ομόθυμους | τις | ομόθυμες | τα | ομόθυμα |
κλητική | ομόθυμοι | ομόθυμες | ομόθυμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομόθυμος < (ελληνιστική κοινή) ὁμόθυμος < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + θυμός < πρωτοελληνική tʰūmós (καπνός, αναπνοή, ψυχή) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰuh₂mós (καπνός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈmo.θi.mos/
Επίθετο
επεξεργασίαομόθυμος, -η, -ο