ομοψυχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοψυχία < (ελληνιστική κοινή) ὁμοψυχία < ὁμόψυχος < ὁμός +ψυχή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοψυχία θηλυκό
- η ταύτιση των συναισθημάτων και της βούλησης όλων των μελών μιας ομάδας, ενός συνόλου, ενός έθνους κ.λπ
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοψυχία
|