Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομόγλωσσος η ομόγλωσση το ομόγλωσσο
      γενική του ομόγλωσσου της ομόγλωσσης του ομόγλωσσου
    αιτιατική τον ομόγλωσσο την ομόγλωσση το ομόγλωσσο
     κλητική ομόγλωσσε ομόγλωσση ομόγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομόγλωσσοι οι ομόγλωσσες τα ομόγλωσσα
      γενική των ομόγλωσσων των ομόγλωσσων των ομόγλωσσων
    αιτιατική τους ομόγλωσσους τις ομόγλωσσες τα ομόγλωσσα
     κλητική ομόγλωσσοι ομόγλωσσες ομόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομόγλωσσος < ὁμόγλωσσος (ομό- + -γλωσσος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈmo.ɣlo.sos/

  Επίθετο επεξεργασία

ομόγλωσσος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία