ομογλωσσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομογλωσσία < ομόγλωσσ(ος) + -ία / (ομο- + -γλωσσία)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.mo.ɣloˈsi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομογλωσσία θηλυκό
- το να μιλά κανείς την ίδια γλώσσα με κάποιον άλλον
- σύνολο συγγενών γλωσσών με κοινή καταγωγή
- τα ιταλικά, τα ισπανικά, τα πορτογαλικά, ανήκουν στη λατινική ομογλωσσία
- ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία
- ≈ συνώνυμα: γλωσσική οικογένεια, γλωσσικός κλάδος[1]
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ομόγλωσσος
- → δείτε τις λέξεις ομο-, -γλωσσία και γλώσσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομογλωσσία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ομογλωσσ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας