Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδεαλιστικά < ιδεαλιστικός

  Επίρρημα επεξεργασία

ιδεαλιστικά

  1. με ιδεαλισμό, έχοντας υψηλά ιδανικά
  2. (φιλοσοφία) ακολουθώντας μια ιδεαλιστική φιλοσοφική θεώρηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ιδεαλιστικά