Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιιδεαλιστικός η αντιιδεαλιστική το αντιιδεαλιστικό
      γενική του αντιιδεαλιστικού της αντιιδεαλιστικής του αντιιδεαλιστικού
    αιτιατική τον αντιιδεαλιστικό την αντιιδεαλιστική το αντιιδεαλιστικό
     κλητική αντιιδεαλιστικέ αντιιδεαλιστική αντιιδεαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιιδεαλιστικοί οι αντιιδεαλιστικές τα αντιιδεαλιστικά
      γενική των αντιιδεαλιστικών των αντιιδεαλιστικών των αντιιδεαλιστικών
    αιτιατική τους αντιιδεαλιστικούς τις αντιιδεαλιστικές τα αντιιδεαλιστικά
     κλητική αντιιδεαλιστικοί αντιιδεαλιστικές αντιιδεαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιιδεαλιστικός < αντι- + ιδεαλιστικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιιδεαλιστικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία