αντιιδεαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιιδεαλιστικός < αντι- + ιδεαλιστικός
Επίθετο
επεξεργασίααντιιδεαλιστικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ιδεαλισμός και ιδέα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιιδεαλιστικός