ενικός         πληθυντικός  
idea ideas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

idea (en)

  1. η ιδέα, η έμπνευση, ένα σχέδιο, μια σκέψη ή μια πρόταση
    ⮡  He is full of new ideas.
    Είναι γεμάτος νέες ιδέες.
    ⮡  He was the first to have the idea for the telephone.
    Ήταν ο πρώτος που είχε την ιδέα του τηλεφώνου.
    ⮡  His idea is better than yours.
    Η ιδέα του είναι καλύτερη από τη δική σου.
    ⮡  I shudder at the mere idea of it.
    Και μόνο στην ιδέα του ανατριχιάζω.
    ⮡  I have no idea where he is.
    Δεν έχω ιδέα πού είναι.
    ⮡  I had the bright/bad idea of refusing.
    Είχα την καλή/κακή έμπνευση ν' αρνηθώ.
    ⮡  Whose idea was this visit?
    Τίνος έμπνευση ήταν αυτή η επίσκεψη;
  2. (ενικός, μη μετρήσιμο) η ιδέα, ο τρόπος που σκέφτομαι κάτι
    ⮡  That will give you a good idea of life here.
    Αυτό θα σου δώσει μια καλή ιδέα για τη ζωή εδώ.
    ⮡  I have a clear idea of it.
    Έχω σαφή ιδέα για αυτό.
  3. η ιδέα, η γνώμη, η άποψη
    ⮡  my political ideas - οι πολιτικές μου ιδέες
    ⮡  He has extremist ideas.
    Έχει εξτρεμιστικές ιδέες.
  4. (ενικός) η ιδέα, η αίσθηση ότι κάτι είναι δυνατό ή είναι αληθινό
    ⮡  Don’t get the idea that I am going to pay for your debts!
    Μη σου περνάει η ιδέα ότι θα πληρώσω τα χρέη σου!
  5. (ενικός) η ιδέα, ο στόχος κάτι
    ⮡  I went in with the idea that I was going to buy it.
    Πήγα με την ιδέα να το αγοράσω.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

idea (gl) θηλυκό



ενικός πληθυντικός
idea ideas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

idea (es) θηλυκό



      ενικός         πληθυντικός  
idea idee

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

idea (it) θηλυκό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

idea (ca) θηλυκό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

idea (pl)