idea
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
idea | ideas |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαidea (en)
- η ιδέα, η έμπνευση, ένα σχέδιο, μια σκέψη ή μια πρόταση
- ⮡ He is full of new ideas.
- Είναι γεμάτος νέες ιδέες.
- ⮡ He was the first to have the idea for the telephone.
- Ήταν ο πρώτος που είχε την ιδέα του τηλεφώνου.
- ⮡ His idea is better than yours.
- Η ιδέα του είναι καλύτερη από τη δική σου.
- ⮡ I shudder at the mere idea of it.
- Και μόνο στην ιδέα του ανατριχιάζω.
- ⮡ I have no idea where he is.
- Δεν έχω ιδέα πού είναι.
- ⮡ I had the bright/bad idea of refusing.
- Είχα την καλή/κακή έμπνευση ν' αρνηθώ.
- ⮡ Whose idea was this visit?
- Τίνος έμπνευση ήταν αυτή η επίσκεψη;
- ⮡ He is full of new ideas.
- (ενικός, μη μετρήσιμο) η ιδέα, ο τρόπος που σκέφτομαι κάτι
- ⮡ That will give you a good idea of life here.
- Αυτό θα σου δώσει μια καλή ιδέα για τη ζωή εδώ.
- ⮡ I have a clear idea of it.
- Έχω σαφή ιδέα για αυτό.
- ⮡ That will give you a good idea of life here.
- η ιδέα, η γνώμη, η άποψη
- ⮡ my political ideas - οι πολιτικές μου ιδέες
- ⮡ He has extremist ideas.
- Έχει εξτρεμιστικές ιδέες.
- (ενικός) η ιδέα, η αίσθηση ότι κάτι είναι δυνατό ή είναι αληθινό
- ⮡ Don’t get the idea that I am going to pay for your debts!
- Μη σου περνάει η ιδέα ότι θα πληρώσω τα χρέη σου!
- ⮡ Don’t get the idea that I am going to pay for your debts!
- (ενικός) η ιδέα, ο στόχος κάτι
- ⮡ I went in with the idea that I was going to buy it.
- Πήγα με την ιδέα να το αγοράσω.
- ⮡ I went in with the idea that I was going to buy it.
Πηγές
επεξεργασία- idea - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 285, 381. ISBN 9780194325684., λήμμα: έμπνευση, ιδέα
Γαλικιανά (gl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαidea (gl) θηλυκό
- η ιδέα
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
idea | ideas |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαidea (es) θηλυκό
- η ιδέα
Πηγές
επεξεργασία- idea - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
idea | idee |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαidea (it) θηλυκό
- η ιδέα
Πηγές
επεξεργασία- idea - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαidea (ca) θηλυκό
- η ιδέα
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαidea (pl)
- η ιδέα