Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλοϊδεάτικος η μεγαλοϊδεάτικη το μεγαλοϊδεάτικο
      γενική του μεγαλοϊδεάτικου της μεγαλοϊδεάτικης του μεγαλοϊδεάτικου
    αιτιατική τον μεγαλοϊδεάτικο τη μεγαλοϊδεάτικη το μεγαλοϊδεάτικο
     κλητική μεγαλοϊδεάτικε μεγαλοϊδεάτικη μεγαλοϊδεάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλοϊδεάτικοι οι μεγαλοϊδεάτικες τα μεγαλοϊδεάτικα
      γενική των μεγαλοϊδεάτικων των μεγαλοϊδεάτικων των μεγαλοϊδεάτικων
    αιτιατική τους μεγαλοϊδεάτικους τις μεγαλοϊδεάτικες τα μεγαλοϊδεάτικα
     κλητική μεγαλοϊδεάτικοι μεγαλοϊδεάτικες μεγαλοϊδεάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλοϊδεάτικος < Μεγάλη Ιδέα + -τικος

  Επίθετο επεξεργασία

μεγαλοϊδεάτικος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία