Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προϊδεασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
προϊδεασμ
ός
οι
προϊδεασμ
οί
γενική
του
προϊδεασμ
ού
των
προϊδεασμ
ών
αιτιατική
τον
προϊδεασμ
ό
τους
προϊδεασμ
ούς
κλητική
προϊδεασμ
έ
προϊδεασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προϊδεασμός
<
προϊδεάζω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προϊδεασμός
αρσενικό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
προϊδεάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
προϊδέαση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προϊδεασμός
→
δείτε
τη λέξη
προϊδέαση