ιδεάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðeˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δε‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαιδεάζω, αόρ.: ιδέασα, παθ.φωνή: ιδεάζομαι, π.αόρ.: ιδεάστηκα, μτχ.π.π.: ιδεασμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη ιδέα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιδεάζω | ιδέαζα | θα ιδεάζω | να ιδεάζω | ιδεάζοντας | |
β' ενικ. | ιδεάζεις | ιδέαζες | θα ιδεάζεις | να ιδεάζεις | ιδέαζε | |
γ' ενικ. | ιδεάζει | ιδέαζε | θα ιδεάζει | να ιδεάζει | ||
α' πληθ. | ιδεάζουμε | ιδεάζαμε | θα ιδεάζουμε | να ιδεάζουμε | ||
β' πληθ. | ιδεάζετε | ιδεάζατε | θα ιδεάζετε | να ιδεάζετε | ιδεάζετε | |
γ' πληθ. | ιδεάζουν(ε) | ιδέαζαν ιδεάζαν(ε) |
θα ιδεάζουν(ε) | να ιδεάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιδέασα | θα ιδεάσω | να ιδεάσω | ιδεάσει | ||
β' ενικ. | ιδέασες | θα ιδεάσεις | να ιδεάσεις | ιδέασε | ||
γ' ενικ. | ιδέασε | θα ιδεάσει | να ιδεάσει | |||
α' πληθ. | ιδεάσαμε | θα ιδεάσουμε | να ιδεάσουμε | |||
β' πληθ. | ιδεάσατε | θα ιδεάσετε | να ιδεάσετε | ιδεάστε | ||
γ' πληθ. | ιδέασαν ιδεάσαν(ε) |
θα ιδεάσουν(ε) | να ιδεάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ιδεάσει | είχα ιδεάσει | θα έχω ιδεάσει | να έχω ιδεάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ιδεάσει | είχες ιδεάσει | θα έχεις ιδεάσει | να έχεις ιδεάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ιδεάσει | είχε ιδεάσει | θα έχει ιδεάσει | να έχει ιδεάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ιδεάσει | είχαμε ιδεάσει | θα έχουμε ιδεάσει | να έχουμε ιδεάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ιδεάσει | είχατε ιδεάσει | θα έχετε ιδεάσει | να έχετε ιδεάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ιδεάσει | είχαν ιδεάσει | θα έχουν ιδεάσει | να έχουν ιδεάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιδεάζομαι | ιδεαζόμουν(α) | θα ιδεάζομαι | να ιδεάζομαι | ||
β' ενικ. | ιδεάζεσαι | ιδεαζόσουν(α) | θα ιδεάζεσαι | να ιδεάζεσαι | ||
γ' ενικ. | ιδεάζεται | ιδεαζόταν(ε) | θα ιδεάζεται | να ιδεάζεται | ||
α' πληθ. | ιδεαζόμαστε | ιδεαζόμαστε ιδεαζόμασταν |
θα ιδεαζόμαστε | να ιδεαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ιδεάζεστε | ιδεαζόσαστε ιδεαζόσασταν |
θα ιδεάζεστε | να ιδεάζεστε | (ιδεάζεστε) | |
γ' πληθ. | ιδεάζονται | ιδεάζονταν ιδεαζόντουσαν |
θα ιδεάζονται | να ιδεάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιδεάστηκα | θα ιδεαστώ | να ιδεαστώ | ιδεαστεί | ||
β' ενικ. | ιδεάστηκες | θα ιδεαστείς | να ιδεαστείς | ιδεάσου | ||
γ' ενικ. | ιδεάστηκε | θα ιδεαστεί | να ιδεαστεί | |||
α' πληθ. | ιδεαστήκαμε | θα ιδεαστούμε | να ιδεαστούμε | |||
β' πληθ. | ιδεαστήκατε | θα ιδεαστείτε | να ιδεαστείτε | ιδεαστείτε | ||
γ' πληθ. | ιδεάστηκαν ιδεαστήκαν(ε) |
θα ιδεαστούν(ε) | να ιδεαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ιδεαστεί | είχα ιδεαστεί | θα έχω ιδεαστεί | να έχω ιδεαστεί | ιδεασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ιδεαστεί | είχες ιδεαστεί | θα έχεις ιδεαστεί | να έχεις ιδεαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ιδεαστεί | είχε ιδεαστεί | θα έχει ιδεαστεί | να έχει ιδεαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ιδεαστεί | είχαμε ιδεαστεί | θα έχουμε ιδεαστεί | να έχουμε ιδεαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ιδεαστεί | είχατε ιδεαστεί | θα έχετε ιδεαστεί | να έχετε ιδεαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ιδεαστεί | είχαν ιδεαστεί | θα έχουν ιδεαστεί | να έχουν ιδεαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ιδεασμένος - είμαστε, είστε, είναι ιδεασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ιδεασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ιδεασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ιδεασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ιδεασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ιδεασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ιδεασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιδεάζω
|