Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδεάζω < ιδέ(α) + -άζω

ιδεάζω, αόρ.: ιδέασα, παθ.φωνή: ιδεάζομαι, π.αόρ.: ιδεάστηκα, μτχ.π.π.: ιδεασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία