κατιδεασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατιδεασμός < κατ- + ιδεάζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική brainstorming)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατιδεασμός ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατιδεασμός
→ δείτε τη λέξη καταιγισμός ιδεών |