ιδεοθύελλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδεοθύελλα < ιδέ(α) + -ο- + θύελλα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική brainstorming)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιδεοθύελλα θηλυκό
- καταιγισμός ιδεών
- ※ Μπορεί ο πρόεδρος, όπως λέτε, εμπιστευτικά να μίλησε με πολλούς ανθρώπους, εν είδει ιδεοθύελλας, εκφράζοντας την απόγνωση και τον σκεπτικισμό του και αναζητώντας διεξόδους» (Ιδεοθύελλα χωρίς πυξίδα!, Καθημερινή Κύπρου, 2/8/2021 [1])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιδεοθύελλα
→ δείτε τη λέξη καταιγισμός ιδεών |