ιδανικεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδανικεύω < ιδανικό + -εύω < ιδανικός < (ελληνιστική κοινή) ἰδανικός < αρχαία ελληνική ἰδέα < ἰδεῖν < εἶδον < εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω, γνωρίζω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική idéaliser)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ða.niˈce.vo/
Ρήμα
επεξεργασίαιδανικεύω (παθητική φωνή: ιδανικεύομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του εξιδανικεύω
Συγγενικά
επεξεργασία- εξιδανικευμένος
- εξιδανίκευση
- εξιδανικεύω
- ιδανικευμένος
- ιδανίκευση
- → δείτε τη λέξη ιδανικός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιδανικεύω | ιδανίκευα | θα ιδανικεύω | να ιδανικεύω | ιδανικεύοντας | |
β' ενικ. | ιδανικεύεις | ιδανίκευες | θα ιδανικεύεις | να ιδανικεύεις | ιδανίκευε | |
γ' ενικ. | ιδανικεύει | ιδανίκευε | θα ιδανικεύει | να ιδανικεύει | ||
α' πληθ. | ιδανικεύουμε | ιδανικεύαμε | θα ιδανικεύουμε | να ιδανικεύουμε | ||
β' πληθ. | ιδανικεύετε | ιδανικεύατε | θα ιδανικεύετε | να ιδανικεύετε | ιδανικεύετε | |
γ' πληθ. | ιδανικεύουν(ε) | ιδανίκευαν ιδανικεύαν(ε) |
θα ιδανικεύουν(ε) | να ιδανικεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιδανίκευσα | θα ιδανικεύσω | να ιδανικεύσω | ιδανικεύσει | ||
β' ενικ. | ιδανίκευσες | θα ιδανικεύσεις | να ιδανικεύσεις | ιδανίκευσε | ||
γ' ενικ. | ιδανίκευσε | θα ιδανικεύσει | να ιδανικεύσει | |||
α' πληθ. | ιδανικεύσαμε | θα ιδανικεύσουμε | να ιδανικεύσουμε | |||
β' πληθ. | ιδανικεύσατε | θα ιδανικεύσετε | να ιδανικεύσετε | ιδανικεύστε | ||
γ' πληθ. | ιδανίκευσαν ιδανικεύσαν(ε) |
θα ιδανικεύσουν(ε) | να ιδανικεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ιδανικεύσει | είχα ιδανικεύσει | θα έχω ιδανικεύσει | να έχω ιδανικεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις ιδανικεύσει | είχες ιδανικεύσει | θα έχεις ιδανικεύσει | να έχεις ιδανικεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει ιδανικεύσει | είχε ιδανικεύσει | θα έχει ιδανικεύσει | να έχει ιδανικεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ιδανικεύσει | είχαμε ιδανικεύσει | θα έχουμε ιδανικεύσει | να έχουμε ιδανικεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε ιδανικεύσει | είχατε ιδανικεύσει | θα έχετε ιδανικεύσει | να έχετε ιδανικεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ιδανικεύσει | είχαν ιδανικεύσει | θα έχουν ιδανικεύσει | να έχουν ιδανικεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιδανικεύω
|