Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξιδανικεύω < εξ- + ιδανικεύω < ιδανικό + -εύω < ιδανικός < (ελληνιστική κοινήἰδανικός < αρχαία ελληνική ἰδέα < ἰδεῖν < εἶδον < εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω, γνωρίζω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική idéaliser)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksi.ða.niˈce.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

εξιδανικεύω (παθητική φωνή: εξιδανικεύομαι)

  1. ανυψώνω κάτι σε ιδεώδη μορφή, το θεωρώ ιδανικό
  2. ωραιοποιώ κάποιον ή κάτι, του αφαιρώ καθετί αρνητικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία