Δείτε επίσης: ιδανικός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἰδανικός ἰδανική τὸ ἰδανικόν
      γενική τοῦ ἰδανικοῦ τῆς ἰδανικῆς τοῦ ἰδανικοῦ
      δοτική τῷ ἰδανικ τῇ ἰδανικ τῷ ἰδανικ
    αιτιατική τὸν ἰδανικόν τὴν ἰδανικήν τὸ ἰδανικόν
     κλητική ! ἰδανικέ ἰδανική ἰδανικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἰδανικοί αἱ ἰδανικαί τὰ ἰδανικᾰ́
      γενική τῶν ἰδανικῶν τῶν ἰδανικῶν τῶν ἰδανικῶν
      δοτική τοῖς ἰδανικοῖς ταῖς ἰδανικαῖς τοῖς ἰδανικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἰδανικούς τὰς ἰδανικᾱ́ς τὰ ἰδανικᾰ́
     κλητική ! ἰδανικοί ἰδανικαί ἰδανικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰδανικώ τὼ ἰδανικᾱ́ τὼ ἰδανικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἰδανικοῖν τοῖν ἰδανικαῖν τοῖν ἰδανικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰδανικός < ἰδανός < ἰδεῖν / εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω, γνωρίζω)

  Επίθετο επεξεργασία

ἰδανικός, -ή, -όν (ῐδανῐκος)