Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἰδανικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ιδανικός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἰδανικ
ός
ἡ
ἰδανικ
ή
τὸ
ἰδανικ
όν
γενική
τοῦ
ἰδανικ
οῦ
τῆς
ἰδανικ
ῆς
τοῦ
ἰδανικ
οῦ
δοτική
τῷ
ἰδανικ
ῷ
τῇ
ἰδανικ
ῇ
τῷ
ἰδανικ
ῷ
αιτιατική
τὸν
ἰδανικ
όν
τὴν
ἰδανικ
ήν
τὸ
ἰδανικ
όν
κλητική
ὦ
!
ἰδανικ
έ
ἰδανικ
ή
ἰδανικ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἰδανικ
οί
αἱ
ἰδανικ
αί
τὰ
ἰδανικ
ᾰ́
γενική
τῶν
ἰδανικ
ῶν
τῶν
ἰδανικ
ῶν
τῶν
ἰδανικ
ῶν
δοτική
τοῖς
ἰδανικ
οῖς
ταῖς
ἰδανικ
αῖς
τοῖς
ἰδανικ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
ἰδανικ
ούς
τὰς
ἰδανικ
ᾱ́ς
τὰ
ἰδανικ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
ἰδανικ
οί
ἰδανικ
αί
ἰδανικ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἰδανικ
ώ
τὼ
ἰδανικ
ᾱ́
τὼ
ἰδανικ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
ἰδανικ
οῖν
τοῖν
ἰδανικ
αῖν
τοῖν
ἰδανικ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἰδανικός
<
ἰδανός
<
ἰδεῖν
/
εἴδω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
weyd
- (
βλέπω
,
γνωρίζω
)
Επίθετο
επεξεργασία
ἰδανικός, -ή, -όν
(ῐδανῐκος)
ιδεατός
, που υφίσταται μόνο ως
ιδέα