Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιδανικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ιδανικότητ
α
οι
ιδανικότητ
ες
γενική
της
ιδανικότητ
ας
των
ιδανικοτήτ
ων
αιτιατική
την
ιδανικότητ
α
τις
ιδανικότητ
ες
κλητική
ιδανικότητ
α
ιδανικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιδανικότητα
<
ιδανικός
/
ιδανικό
+
-ότητα
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
idéalité
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιδανικότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
ιδανικός
ή κάτι
ιδανικό
, η
κατάσταση
ή η
ιδιότητα
του
ιδανικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιδανικότητα
γαλλικά
:
idéalité
(fr)
γερμανικά
:
Idealität
(de)
ισπανικά
:
idealidad
(es)
,
idoneidad
(es)