εσχατιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εσχατιά | οι | εσχατιές |
γενική | της | εσχατιάς | των | εσχατιών |
αιτιατική | την | εσχατιά | τις | εσχατιές |
κλητική | εσχατιά | εσχατιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εσχατιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐσχατιά[1] < ἔσχατος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.sxa.tiˈa/ Κατά το Λεξικό Τριανταφυλλίδη[1], και e.sxaˈtça
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σχα‐τι‐ά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεσχατιά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη έσχατος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 εσχατιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας