↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελειωτικός η τελειωτική το τελειωτικό
      γενική του τελειωτικού της τελειωτικής του τελειωτικού
    αιτιατική τον τελειωτικό την τελειωτική το τελειωτικό
     κλητική τελειωτικέ τελειωτική τελειωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελειωτικοί οι τελειωτικές τα τελειωτικά
      γενική των τελειωτικών των τελειωτικών των τελειωτικών
    αιτιατική τους τελειωτικούς τις τελειωτικές τα τελειωτικά
     κλητική τελειωτικοί τελειωτικές τελειωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τελειωτικός < (ελληνιστική κοινή) τελειωτικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.li.o.tiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /te.li.o.tiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /te.li.o.tiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

τελειωτικός, -ή, -ό

  1. που ολοκληρώνει κάτι, οδηγώντας το σε ένα τέλος
  2. που δεν επιδέχεται αλλαγές
     συνώνυμα: οριστικός
     αντώνυμα: εφήμερος, παροδικός, προσωρινός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία