πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχυδρομικός η ταχυδρομική το ταχυδρομικό
      γενική του ταχυδρομικού της ταχυδρομικής του ταχυδρομικού
    αιτιατική τον ταχυδρομικό την ταχυδρομική το ταχυδρομικό
     κλητική ταχυδρομικέ ταχυδρομική ταχυδρομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχυδρομικοί οι ταχυδρομικές τα ταχυδρομικά
      γενική των ταχυδρομικών των ταχυδρομικών των ταχυδρομικών
    αιτιατική τους ταχυδρομικούς τις ταχυδρομικές τα ταχυδρομικά
     κλητική ταχυδρομικοί ταχυδρομικές ταχυδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ταχυδρομικά κουτιά.

Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχυδρομικός < ταχυδρομ(είο) + -ικός

ταχυδρομικός, -ή, -ό

  • που ανήκει ή σχετίζεται με το ταχυδρομείο ή με ταχυδρόμηση
    παράδειγμα  ταχυδρομικός κώδικας ή τομέας, ταχυδρομικός υπάλληλος, διανομέας
    παράδειγμα  ταχυδρομική θυρίδα, ταχυδρομική άμαξα
    παράδειγμα  ταχυδρομικά τέλη

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη ταχυδρόμος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία