↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχυδρομικός η ταχυδρομική το ταχυδρομικό
      γενική του ταχυδρομικού της ταχυδρομικής του ταχυδρομικού
    αιτιατική τον ταχυδρομικό την ταχυδρομική το ταχυδρομικό
     κλητική ταχυδρομικέ ταχυδρομική ταχυδρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχυδρομικοί οι ταχυδρομικές τα ταχυδρομικά
      γενική των ταχυδρομικών των ταχυδρομικών των ταχυδρομικών
    αιτιατική τους ταχυδρομικούς τις ταχυδρομικές τα ταχυδρομικά
     κλητική ταχυδρομικοί ταχυδρομικές ταχυδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Ταχυδρομικά κουτιά.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχυδρομικός < ταχυδρομ(είο) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.çi.ðɾo.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χυ‐δρο‐μι‐κός
ομόηχο: ταχυδρομικώς

  Επίθετο

επεξεργασία

ταχυδρομικός, -ή, -ό

  • που ανήκει ή σχετίζεται με το ταχυδρομείο ή με ταχυδρόμηση
    ⮡  ταχυδρομικός κώδικας ή τομέας, ταχυδρομικός υπάλληλος, διανομέας
    ⮡  ταχυδρομική θυρίδα, ταχυδρομική άμαξα
    ⮡  ταχυδρομικά τέλη

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ταχυδρόμος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ταχυδρομικός οι ταχυδρομικοί
      γενική του/της ταχυδρομικού των ταχυδρομικών
    αιτιατική τον/την ταχυδρομικό τους/τις ταχυδρομικούς
     κλητική ταχυδρομικέ ταχυδρομικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ταχυδρομικός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) ταχυδρομικός υπάλληλος, υπάλληλος ταχυδρομείου
  2. (ειδικότερα, επάγγελμα) ταχυδρόμος, ταχυδρομικός διανομέας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία