ταχυδρομικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταχυδρομικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ταχυδρομικῶς (μαρτυρείται από το 1871).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ταχυδρομικ(ός) + -ώς [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ta.çi.ðɾo.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χυ‐δρο‐μι‐κώς
- ομόηχο: ταχυδρομικός
Επίρρημα επεξεργασία
ταχυδρομικώς
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταχυδρομικώς
→ δείτε τη λέξη ταχυδρομικά |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 982, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ταχυδρομικός, ταχυδρομικώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.