mailing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mailing | mailings |
mailing (en)
- (μη μετρήσιμο) η ταχυδρόμηση, ταχυδρομικός
- ⮡ What is your mailing address?
- Ποια είναι η ταχυδρομική σας διεύθυνση;
- ⮡ What is your mailing address?
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαmailing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του mail