Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

postal (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • ταχυδρομικός
    The postal network of the country is quite good.
    Το ταχυδρομικό δίκτυο της χώρας είναι αρκετά καλό.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

postal < poste

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό postal postaux
θηλυκό postale postales

postal (fr) αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία