Επίθετο

επεξεργασία

postal (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • ταχυδρομικός
    ⮡  The postal network of the country is quite good.
    Το ταχυδρομικό δίκτυο της χώρας είναι αρκετά καλό.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
postal < poste

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό postal postaux
θηλυκό postale postales

postal (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία