↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελεολογικός η τελεολογική το τελεολογικό
      γενική του τελεολογικού της τελεολογικής του τελεολογικού
    αιτιατική τον τελεολογικό την τελεολογική το τελεολογικό
     κλητική τελεολογικέ τελεολογική τελεολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελεολογικοί οι τελεολογικές τα τελεολογικά
      γενική των τελεολογικών των τελεολογικών των τελεολογικών
    αιτιατική τους τελεολογικούς τις τελεολογικές τα τελεολογικά
     κλητική τελεολογικοί τελεολογικές τελεολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τελεολογικός < τελεολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τελεολογικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με την τελεολογία (η αντίληψη ότι τα πάντα στο κόσμο διέπονται από ένα σκοπό, προς την εκπλήρωση του οποίου τείνουν)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία