τελεολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τελεολογικός < τελεολογ(ία) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
τελεολογικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την τελεολογία (η αντίληψη ότι τα πάντα στο κόσμο διέπονται από ένα σκοπό, προς την εκπλήρωση του οποίου τείνουν)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- τελεολογικά
- → δείτε τις λέξεις τελεολογία, τέλος και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τελεολογικός
|