Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τελολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τελολογικ
ός
η
τελολογικ
ή
το
τελολογικ
ό
γενική
του
τελολογικ
ού
της
τελολογικ
ής
του
τελολογικ
ού
αιτιατική
τον
τελολογικ
ό
την
τελολογικ
ή
το
τελολογικ
ό
κλητική
τελολογικ
έ
τελολογικ
ή
τελολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τελολογικ
οί
οι
τελολογικ
ές
τα
τελολογικ
ά
γενική
των
τελολογικ
ών
των
τελολογικ
ών
των
τελολογικ
ών
αιτιατική
τους
τελολογικ
ούς
τις
τελολογικ
ές
τα
τελολογικ
ά
κλητική
τελολογικ
οί
τελολογικ
ές
τελολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τελολογικός
<
τελολογία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
τελολογικός
άλλη μορφή
του
τελεολογικός
Συγγενικά
επεξεργασία
τελολογικά
→
δείτε
τις λέξεις
τελεολογία
,
τέλος
και
λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τελολογικός
→
δείτε
τη λέξη
τελεολογικός