ενεστώτας overcome
γ΄ ενικό ενεστώτα overcomes
αόριστος overcame
παθητική μετοχή overcome
ενεργητική μετοχή overcoming
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
overcome < over- + come

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌəʊvəˈkʌm/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌoʊvəɹˈkʌm/ (ΗΠΑ)
 

overcome (en)

  • υπερνικώ, ξεπερνώ
    ⮡  She had to overcome her natural shyness in order to become a TV presenter.
    Αυτή, έπρεπε να ξεπεράσει τη φυσιολογική της ντροπαλοσύνη έτσι ώστε να γίνει μία τηλεοπτική παρουσιάστρια.
     συνώνυμα: get over