Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας get over
γ΄ ενικό ενεστώτα gets over
αόριστος got over
παθητική μετοχή got over (ΗΒ), gotten over (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή getting over

  Ετυμολογία επεξεργασία

get over < → δείτε τις λέξεις get και over

  Ρήμα επεξεργασία

get over (en)

  1. περνάω, επιστρέφω στη συνηθισμένη μου κατάσταση ευτυχίας ή υγείας μετά από κάποιο πρόβλημα
    When he gets over his disappointment…
    Όταν περάσει η απογοήτευσή του…
    Leave him alone, he will get over it.
    Παράτα τον, θα του περάσει.
    This will get you over your cold.
    Μ' αυτό θα σου περάσει το κρύο.
     συνώνυμα: overcome
  2. (ανεπίσημο, προφορικό) → δείτε τον όρο get something over with: ξεμπερδεύω με κάτι

  Πηγές επεξεργασία