ενεστώτας get something over with
γ΄ ενικό ενεστώτα gets something over with
αόριστος got something over with
παθητική μετοχή got something over with (ΗΒ), gotten something over with (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή getting something over with

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get something over with < → δείτε τους όρους get, something, over και with

get something over with (en)

  • (ανεπίσημο) ξεμπερδεύω, ολοκληρώνω κάτι δυσάρεστο αλλά απαραίτητο
    ⮡  I will be glad when I get my chores over with.
    Θα είμαι χαρούμενος όταν ξεμπερδέψω με τις δουλειές μου.
    ⮡  I will be relieved when I get the divorce over with.
    Θα ανακουφιστώ όταν ξεμπερδέψω με το διαζύγιο.

Δείτε επίσης

επεξεργασία